- μιμούμενος
- μῑμούμενος , μιμέομαιimitatepres part mp masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ARCADIA — I. ARCADIA Arcadii Imperatoris filia, infigni pietate. Sozom. l. 9. c. 1. et. 2. II. ARCADIA Peloponnesi regio intima, a mari undique remota, Poetis decantatissima, ab Arcade Iovis filio, sic appellata. Haec, ut Eustath. docet, aliquando dicta… … Hofmann J. Lexicon universale
ανακρεοντίζω — συνθέτω ποιήματα μιμούμενος εκείνα τού Ανακρέοντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἀνακρέων. ΠΑΡ. ανακρεοντισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κωνσταντίνο Ασώπιο] … Dictionary of Greek
ελζεβίρ — (ElzevierElsevier). Επώνυμο οικογένειας Ολλανδών εκδοτών, τυπογράφων και βιβλιοπωλών, που δραστηριοποιήθηκαν σε διάφορες πόλεις από τα τέλη του 16ου έως τις αρχές του 18ου αι. Ιδρυτής του οίκου των Ε. ήταν ο Λουδοβίκος Α’ (1540 1617), ο οποίος… … Dictionary of Greek
θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… … Dictionary of Greek
μεταχάσκω — (Μ) χάσκω κατά μίμηση άλλου, ανοίγω υπερβολικά το στόμα μου μιμούμενος άλλον που χάσκει … Dictionary of Greek
νιπτήρας — και νιφτήρας, ο (ΑΜ νιπτήρ, ῆρος, Μ και νιπτήρας, ό, και νιπτήρα, ἡ) 1. λεκάνη για νίψιμο 2. εκκλ. σκεύος που βρίσκεται κοντά στην αγία πρόθεση τού ιερού βήματος τού ναού, για να πλένουν οι ιερείς τα χέρια τους πριν από τη θεία λειτουργία, πράξη… … Dictionary of Greek
παραβομβώ — έω, Α 1. παράγω βόμβο κοντά σε κάποιον ή σε κάτι ή παράγω βόμβο μιμούμενος κάποιον ή κάτι 2. (το παθ.) παραβομβοῡμαι, έομαι ενοχλούμαι σε μεγάλο βαθμό από θόρυβο, από βόμβο … Dictionary of Greek
παρενσαλεύω — Α [ενσαλεύω] 1. κινούμαι εδώ κι εκεί 2. φρ. α) «μιμούμενος καὶ τοῑν ποδοῑν ὡδι παρενσαλεύων» τινάζω ψηλά τα πόδια και χορεύω β) «πρὸς αὐλὸν παρενσαλεύειν» χορεύω κατά την μελωδία τού αυλού … Dictionary of Greek
τιμαιογραφώ — έω, Α (σε χρήση από τον Τίμωνα σχετικά με τον Πλάτωνα) γράφω μιμούμενος τον Τίμαιο ή πραγματευόμενος τα σχετικά με τον Τίμαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τίμαιος + γραφῶ (< γράφος*)] … Dictionary of Greek
τροχοπαικτώ — έω, Α 1. παίζω χρησιμοποιώντας τροχούς 2. (για ακροβάτες και ταχυδακτυλουργούς) κάνω θαυμαστές πράξεις, κυρίως μιμούμενος την κίνηση τών τροχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + παικτῶ (< παίκτης < παίκτης < παίζω), πρβλ. σφαιρο παικτώ, ψηφο… … Dictionary of Greek